Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπομαι
παραθαρσῡ́νω
παραθέλγω
παραθερίζω
παραθερμαίνομαι
παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
παραθεωρέω
παραθήκη
παραθραύω
παραί
παραιβασίη
παραίβασις
View word page
παρα-θερίζω
παρα-θερίζωvbdial.aor.
παρέθρισα
of the Clashing Rockscut off, severthe tip of a ship's stern-postAR.

ShortDef

graze in passing

Debugging

Headword:
παραθερίζω
Headword (normalized):
παραθερίζω
Headword (normalized/stripped):
παραθεριζω
IDX:
30868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30869
Key:
παραθερίζω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-θερίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>παρα-θερίζω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>dial.aor.</Lbl><Form>παρέθρισα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of the Clashing Rocks</Indic><Tr>cut off, sever</Tr><Obj>the tip of a ship's stern-post<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'παραθερίζω'}