Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπομαι
παραθαρσῡ́νω
παραθέλγω
παραθερίζω
παραθερμαίνομαι
παράθερμος
παράθεσις
παραθέω
View word page
παράζυγες
παράζυγεςωνm.pl additional members of a groupbeyond a certain quotaextra personsArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράζυγες
Headword (normalized):
παράζυγες
Headword (normalized/stripped):
παραζυγες
IDX:
30862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30863
Key:
παράζυγες

Data

{'headword_display': '<b>παράζυγες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράζυγες</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS></HG> <nS1><Def>additional members of a group<Expl>beyond a certain quota</Expl></Def><Tr>extra persons</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράζυγες'}