Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπομαι
παραθαρσῡ́νω
παραθέλγω
View word page
παράδυσις
παράδυσιςεωςf slipping into a territoryencroachmentby a warshipD.

ShortDef

a creeping in beside, encroachment

Debugging

Headword:
παράδυσις
Headword (normalized):
παράδυσις
Headword (normalized/stripped):
παραδυσις
IDX:
30857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30858
Key:
παράδυσις

Data

{'headword_display': '<b>παράδυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράδυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>slipping in<Expl>to a territory</Expl></Def><Tr>encroachment<Expl>by a warship</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράδυσις'}