Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
παραθαλάσσιος
παραθάλπομαι
View word page
παρα-δυναστεύω
παρα-δυναστεύωvb rule besideanotherbe a fellow princeTh.

ShortDef

to reign with another

Debugging

Headword:
παραδυναστεύω
Headword (normalized):
παραδυναστεύω
Headword (normalized/stripped):
παραδυναστευω
IDX:
30855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30856
Key:
παραδυναστεύω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-δυναστεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-δυναστεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>rule beside<Expl>another</Expl></Def><Tr>be a fellow prince</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραδυναστεύω'}