Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
παραθαλάσσιος
View word page
παραδρομή
παραδρομήῆςf rapid passagew.gen.through a country, by a commanderPlu.fig.cursory treatmentof a topicArist. Plb.

ShortDef

a running beside

Debugging

Headword:
παραδρομή
Headword (normalized):
παραδρομή
Headword (normalized/stripped):
παραδρομη
IDX:
30854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30855
Key:
παραδρομή

Data

{'headword_display': '<b>παραδρομή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραδρομή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>rapid passage<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>through a country, by a commander</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1><nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>cursory treatment<Expl>of a topic</Expl></Tr><Au>Arist. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραδρομή'}