Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
παραζώννῡμι
View word page
παράδρομα
παράδρομαωνn.plπαραδραμεῖν spaces between nets through which hunted animals may rungapsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράδρομα
Headword (normalized):
παράδρομα
Headword (normalized/stripped):
παραδρομα
IDX:
30853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30854
Key:
παράδρομα

Data

{'headword_display': '<b>παράδρομα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράδρομα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>παραδραμεῖν</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>spaces between nets through which hunted animals may run</Def><Tr>gaps</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράδρομα'}