Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδοξολόγος
παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραζεύγνῡμι
παράζυγες
View word page
παρα-δράω
παρα-δράωcontr.vbep.3pl.pres.subj.w.diect.
παραδρώωσι
of subordinates be at hand to performservicesw.dat.for superiorsOd.

ShortDef

to be at hand, to serve

Debugging

Headword:
παραδράω
Headword (normalized):
παραδράω
Headword (normalized/stripped):
παραδραω
IDX:
30852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30853
Key:
παραδράω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-δράω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-δράω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.pres.subj.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>παραδρώωσι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of subordinates</Indic> <Tr>be at hand to perform</Tr><Obj>services<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for superiors</Expl><Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραδράω'}