Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
παραδοξολόγος
παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
View word page
παραδραθέειν
παραδραθέειν
ep.aor.2 inf.
see
παραδαρθάνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραδραθέειν
Headword (normalized):
παραδραθέειν
Headword (normalized/stripped):
παραδραθεειν
IDX:
30850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30851
Key:
παραδραθέειν
Data
{'headword_display': '<b>παραδραθέειν</b>', 'content': '<XE><RefFm>παραδραθέειν<LblR>ep.aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>παραδαρθάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παραδραθέειν'}