Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασίᾱ
ἀκολασταίνω
ἀκολαστάσματα
ἀκολαστήματα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητικός
ἀκολουθίᾱ
ἀκόλουθος
ἀκομιστῑ́η
ἀκόμιστος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνη
ἀκονῑτεί
View word page
ἀκολουθητικός
ἀκολουθητικόςή όνadjprone to followw.dat.one's emotions, desires, imaginationArist.of the irrational part of the soulcapable of followingw.dat.the rational partArist.

ShortDef

disposed to follow

Debugging

Headword:
ἀκολουθητικός
Headword (normalized):
ἀκολουθητικός
Headword (normalized/stripped):
ακολουθητικος
IDX:
3084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3085
Key:
ἀκολουθητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀκολουθητικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀκολουθητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>prone to follow<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>one's emotions, desires, imagination</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1><aS1><Indic>of the irrational part of the soul</Indic><Tr>capable of following<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>the rational part</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀκολουθητικός'}