Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
παραδοξολόγος
παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
παράδρομα
παραδρομή
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
View word page
παραδοτέος
παραδοτέοςᾱ ονvbl.adj of a cityto be entrustedw.dat.to personsPl.

ShortDef

to be handed down

Debugging

Headword:
παραδοτέος
Headword (normalized):
παραδοτέος
Headword (normalized/stripped):
παραδοτεος
IDX:
30847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30848
Key:
παραδοτέος

Data

{'headword_display': '<b>παραδοτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραδοτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>to be entrusted<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to persons</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παραδοτέος'}