Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
παραδοξολόγος
παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
παραδραμεῖν
παραδράω
View word page
παραδοξο-λόγος
παραδοξο-λόγοςονadjπαράδοξος of a historianusing absurdillogical argumentsPlb.

ShortDef

telling of marvels

Debugging

Headword:
παραδοξολόγος
Headword (normalized):
παραδοξολόγος
Headword (normalized/stripped):
παραδοξολογος
IDX:
30842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30843
Key:
παραδοξολόγος

Data

{'headword_display': '<b>παραδοξο-λόγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραδοξο-λόγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παράδοξος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a historian</Indic><Tr>using absurd<or/>illogical arguments</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παραδοξολόγος'}