Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
παραδοξολόγος
παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδραθέειν
View word page
παρα-διηγέομαι
παρα-διηγέομαιmid.contr.vb relate incidentally a piece of informationArist.

ShortDef

to relate by the way

Debugging

Headword:
παραδιηγέομαι
Headword (normalized):
παραδιηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδιηγεομαι
IDX:
30840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30841
Key:
παραδιηγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-διηγέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-διηγέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>relate incidentally</Tr> <Obj>a piece of information<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραδιηγέομαι'}