Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
παραδοξολόγος
παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
παραδόσιμος
View word page
παραδεκτέος
παραδεκτέοςᾱ ονvbl.adjπαραδέχομαιto be admittedinto a cityPl.

ShortDef

to be admitted

Debugging

Headword:
παραδεκτέος
Headword (normalized):
παραδεκτέος
Headword (normalized/stripped):
παραδεκτεος
IDX:
30835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30836
Key:
παραδεκτέος

Data

{'headword_display': '<b>παραδεκτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραδεκτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>παραδέχομαι</Ref></Ety></HG><aS1><Tr>to be admitted<Expl>into a city</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παραδεκτέος'}