Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
παραδοξολόγος
παραδοξονῑ́κης
παράδοξος
View word page
παράδεισος
παράδεισοςουmIran.loanwd. walled parkpleasure-groundof Persian kings and noblesX. Plu. paradiseas the abode of God and the redeemedNT.

ShortDef

a park

Debugging

Headword:
παράδεισος
Headword (normalized):
παράδεισος
Headword (normalized/stripped):
παραδεισος
IDX:
30834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30835
Key:
παράδεισος

Data

{'headword_display': '<b>παράδεισος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράδεισος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>Iran.loanwd.</Ety></HG> <nS1><Tr>walled park<or/>pleasure-ground<Expl>of Persian kings and nobles</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>paradise<Expl>as the abode of God and the redeemed</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράδεισος'}