Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
παραδοξολόγος
View word page
παραδειγματώδης
παραδειγματώδηςεςadjof orators, their speechescharacterised by the use of examplesArist.log., of a kind of argumentbased on examplesArist.

ShortDef

characterised by examples

Debugging

Headword:
παραδειγματώδης
Headword (normalized):
παραδειγματώδης
Headword (normalized/stripped):
παραδειγματωδης
IDX:
30832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30833
Key:
παραδειγματώδης

Data

{'headword_display': '<b>παραδειγματώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραδειγματώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of orators, their speeches</Indic><Tr>characterised by the use of examples</Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic>log., of a kind of argument</Indic><Tr>based on examples</Tr><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'παραδειγματώδης'}