Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδοξολογίᾱ
View word page
παραδειγματισμός
παραδειγματισμόςοῦm exemplary punishmentPlb.less formallypublic shamingPlb.

ShortDef

making an example of, pointing out to public shame

Debugging

Headword:
παραδειγματισμός
Headword (normalized):
παραδειγματισμός
Headword (normalized/stripped):
παραδειγματισμος
IDX:
30831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30832
Key:
παραδειγματισμός

Data

{'headword_display': '<b>παραδειγματισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραδειγματισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>exemplary punishment</Tr><Au>Plb.</Au><nS2><Indic>less formally</Indic><Tr>public shaming</Tr><Au>Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'παραδειγματισμός'}