Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
παραδιᾱκονέω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
View word page
παραδειγματικῶς
παραδειγματικῶςadvwith the use of examplesref. to formulating an argumentArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραδειγματικῶς
Headword (normalized):
παραδειγματικῶς
Headword (normalized/stripped):
παραδειγματικως
IDX:
30830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30831
Key:
παραδειγματικῶς

Data

{'headword_display': '<b>παραδειγματικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>παραδειγματικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>with the use of examples</Tr><ModVb>ref. to formulating an argument<Au>Arist.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'παραδειγματικῶς'}