Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγκάλισμα
παρᾱγορέω
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
παραδηλόω
View word page
παρα-δαρθάνω
παρα-δαρθάνωep.vbonly aor.2
παρέδραθον
inf.
παραδραθέειν
of a man sleep besidew.dat.a womanHom.

ShortDef

to sleep beside

Debugging

Headword:
παραδαρθάνω
Headword (normalized):
παραδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
παραδαρθανω
IDX:
30827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30828
Key:
παραδαρθάνω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-δαρθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-δαρθάνω</HL><PS>ep.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only aor.2</Lbl><Form>παρέδραθον</Form><Lbl>inf.</Lbl><Form>παραδραθέειν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a man</Indic> <Tr>sleep beside</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a woman<Au>Hom.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παραδαρθάνω'}