Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παρᾱγορέω
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
παραδέχομαι
View word page
παραγώγιον
παραγώγιονουnπαράγω 10entry-tolllevied on shipsPlb.

ShortDef

toll levied on ships visiting a port

Debugging

Headword:
παραγώγιον
Headword (normalized):
παραγώγιον
Headword (normalized/stripped):
παραγωγιον
IDX:
30826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30827
Key:
παραγώγιον

Data

{'headword_display': '<b>παραγώγιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραγώγιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>παράγω</Ref> 10</Ety></HG><nS1><Tr>entry-toll<Expl>levied on ships</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραγώγιον'}