Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παρᾱγορέω
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
παραδειγματικῶς
παραδειγματισμός
παραδειγματώδης
παραδείκνῡμι
παράδεισος
παραδεκτέος
View word page
παραγωγιάζω
παραγωγιάζωvbπαραγώγιον levy a toll on sailors entering the Black SeaPlb.

ShortDef

levy toll on ships visiting a port

Debugging

Headword:
παραγωγιάζω
Headword (normalized):
παραγωγιάζω
Headword (normalized/stripped):
παραγωγιαζω
IDX:
30825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30826
Key:
παραγωγιάζω

Data

{'headword_display': '<b>παραγωγιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παραγωγιάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>παραγώγιον</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>levy a toll on</Tr> <Obj>sailors entering the Black Sea<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραγωγιάζω'}