Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικῶς
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παρᾱγορέω
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματίζω
View word page
παράγραμμα
παράγραμμαατοςnπαραγράφω additional detailin a documentD.

ShortDef

that which one writes beside, an additional clause

Debugging

Headword:
παράγραμμα
Headword (normalized):
παράγραμμα
Headword (normalized/stripped):
παραγραμμα
IDX:
30819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30820
Key:
παράγραμμα

Data

{'headword_display': '<b>παράγραμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παράγραμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>παραγράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>additional detail<Expl>in a document</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παράγραμμα'}