Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασίᾱ
ἀκολασταίνω
ἀκολαστάσματα
ἀκολαστήματα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητικός
ἀκολουθίᾱ
ἀκόλουθος
ἀκομιστῑ́η
ἀκόμιστος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
View word page
ἄκολος
ἄκολοςουf morsel, scrapof foodOd. Call.

ShortDef

a bit, morsel

Debugging

Headword:
ἄκολος
Headword (normalized):
ἄκολος
Headword (normalized/stripped):
ακολος
IDX:
3081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3082
Key:
ἄκολος

Data

{'headword_display': '<b>ἄκολος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄκολος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>morsel, scrap<Expl>of food</Expl></Tr><Au>Od. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄκολος'}