Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράβυστος
παραγγελίᾱ
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικῶς
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παρᾱγορέω
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραδαρθάνω
View word page
παρ-αγκάλισμα
παρ-αγκάλισμαατοςn object of embracesref. to one's wifeS.

ShortDef

that which is taken into the arms, a beloved one

Debugging

Headword:
παραγκάλισμα
Headword (normalized):
παραγκάλισμα
Headword (normalized/stripped):
παραγκαλισμα
IDX:
30817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30818
Key:
παραγκάλισμα

Data

{'headword_display': '<b>παρ-αγκάλισμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>παρ-αγκάλισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>object of embraces<Expl>ref. to one's wife</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>", 'key': 'παραγκάλισμα'}