Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραβραβεύομαι
παράβυστος
παραγγελίᾱ
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικῶς
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παρᾱγορέω
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
View word page
παρα-γιγνώσκω
παρα-γιγνώσκωvb of jurorsmake a misjudgementX.

ShortDef

to decide wrongly, err in their judgment

Debugging

Headword:
παραγιγνώσκω
Headword (normalized):
παραγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
παραγιγνωσκω
IDX:
30816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30817
Key:
παραγιγνώσκω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-γιγνώσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-γιγνώσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of jurors</Indic><Tr>make a misjudgement</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραγιγνώσκω'}