Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραβολή
παράβολος
παραβραβεύομαι
παράβυστος
παραγγελίᾱ
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικῶς
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
παρᾱγορέω
παράγραμμα
παραγραφή
παραγράφω
παραγυμνόω
παράγω
παραγωγή
View word page
παρα-γηράω
παρα-γηράωcontr.vb fig., of a populacebe in extreme old agebe in one's dotageAeschin.

ShortDef

to be superannuated

Debugging

Headword:
παραγηράω
Headword (normalized):
παραγηράω
Headword (normalized/stripped):
παραγηραω
IDX:
30814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30815
Key:
παραγηράω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-γηράω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>παρα-γηράω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of a populace</Indic><Def>be in extreme old age</Def><Tr>be in one's dotage</Tr><Au>Aeschin.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'παραγηράω'}