Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοάω
παραβοήθεια
παραβοηθέω
παραβολή
παράβολος
παραβραβεύομαι
παράβυστος
παραγγελίᾱ
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικῶς
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκάλισμα
View word page
παρά-βυστος
παρά-βυστοςονadjβύω stuffed aside or crammed into a cornerphr.ἐν παραβύστῳin a hole-and-corner way, on the slyD.

ShortDef

stuffed in: pushed aside

Debugging

Headword:
παράβυστος
Headword (normalized):
παράβυστος
Headword (normalized/stripped):
παραβυστος
IDX:
30807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30808
Key:
παράβυστος

Data

{'headword_display': '<b>παρά-βυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρά-βυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>stuffed aside or crammed into a corner</Def><Phr><Indic>phr.</Indic><Gr>ἐν παραβύστῳ</Gr><TrPhr>in a hole-and-corner way, on the sly</TrPhr><Au>D.</Au></Phr></aS1></AE>', 'key': 'παράβυστος'}