Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραβλήματα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοάω
παραβοήθεια
παραβοηθέω
παραβολή
παράβολος
παραβραβεύομαι
παράβυστος
παραγγελίᾱ
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικῶς
παράγγελσις
παραγεύω
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
View word page
παρα-βραβεύομαι
παρα-βραβεύομαιpass.vb of a personbe a victim of a miscarriage of justicePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραβραβεύομαι
Headword (normalized):
παραβραβεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραβραβευομαι
IDX:
30806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30807
Key:
παραβραβεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-βραβεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-βραβεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be a victim of a miscarriage of justice</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραβραβεύομαι'}