Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παραβλήματα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοάω
παραβοήθεια
παραβοηθέω
παραβολή
παράβολος
παραβραβεύομαι
παράβυστος
παραγγελίᾱ
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικῶς
παράγγελσις
View word page
παραβοήθεια
παραβοήθειαᾱςfπαραβοηθέω in military ctxt.assistance, support, helpPlb.gener., w.gen.in tasksPl.

ShortDef

help, aid, succour

Debugging

Headword:
παραβοήθεια
Headword (normalized):
παραβοήθεια
Headword (normalized/stripped):
παραβοηθεια
IDX:
30802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30803
Key:
παραβοήθεια

Data

{'headword_display': '<b>παραβοήθεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραβοήθεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παραβοηθέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>in military ctxt.</Indic><Tr>assistance, support, help</Tr><Au>Plb.</Au><nS2><Indic>gener., <GLbl>w.gen.</GLbl>in tasks</Indic><Au>Pl.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'παραβοήθεια'}