Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραβάσκω
παραβάτης
παραβατός
παραβέβασμαι
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παραβλήματα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοάω
παραβοήθεια
παραβοηθέω
παραβολή
παράβολος
παραβραβεύομαι
παράβυστος
παραγγελίᾱ
View word page
παραβλητός
παραβλητόςόνadjof a personcomparablew.dat.w. someonePlu.

ShortDef

comparable

Debugging

Headword:
παραβλητός
Headword (normalized):
παραβλητός
Headword (normalized/stripped):
παραβλητος
IDX:
30798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30799
Key:
παραβλητός

Data

{'headword_display': '<b>παραβλητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραβλητός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>comparable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παραβλητός'}