Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράβακτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτομαι
παράβασις
παραβάσκω
παραβάτης
παραβατός
παραβέβασμαι
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παραβλήματα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοάω
παραβοήθεια
παραβοηθέω
View word page
παρα-βλαστάνω
παρα-βλαστάνωvb fig., of passionsspring up alongsideEros, the master-passionPl.

ShortDef

to grow up beside

Debugging

Headword:
παραβλαστάνω
Headword (normalized):
παραβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
παραβλαστανω
IDX:
30793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30794
Key:
παραβλαστάνω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-βλαστάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-βλαστάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of passions</Indic><Tr>spring up alongside<Expl>Eros, the master-passion</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραβλαστάνω'}