Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρά
πάρα
παραβαίνω
παράβακτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτομαι
παράβασις
παραβάσκω
παραβάτης
παραβατός
παραβέβασμαι
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παραβλήματα
παραβλητέος
παραβλητός
παραβλώσκω
παραβλώψ
View word page
παραβατός
παραβατός
dial.παρβατόςA.
όνadj
of Zeus' mind, a ruler's authority, in neg.phrs.to be thwartedA. S.

ShortDef

to be overcome

Debugging

Headword:
παραβατός
Headword (normalized):
παραβατός
Headword (normalized/stripped):
παραβατος
IDX:
30790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30791
Key:
παραβατός

Data

{'headword_display': '<b>παραβατός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>παραβατός</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>παρβατός</FmHL><Au>A.</Au></DL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Zeus' mind, a ruler's authority, in neg.phrs.</Indic><Tr>to be thwarted</Tr><Au>A. S.</Au></aS1></AE>", 'key': 'παραβατός'}