Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάππος
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
παρά
πάρα
παραβαίνω
παράβακτρος
παράβακχος
παραβάλλω
παραβάπτομαι
παράβασις
παραβάσκω
παραβάτης
παραβατός
παραβέβασμαι
παραβιάζομαι
παραβλαστάνω
παραβλέπω
παραβλήδην
παραβλήματα
View word page
παρα-βάπτομαι
παρα-βάπτομαιpass.vb of itemsbe dyed alongsideother itemsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραβάπτομαι
Headword (normalized):
παραβάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
παραβαπτομαι
IDX:
30786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30787
Key:
παραβάπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-βάπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-βάπτομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of items</Indic><Tr>be dyed alongside<Expl>other items</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραβάπτομαι'}