Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄκνηστις
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινωνησίᾱ
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασίᾱ
ἀκολασταίνω
ἀκολαστάσματα
ἀκολαστήματα
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητικός
ἀκολουθίᾱ
ἀκόλουθος
ἀκομιστῑ́η
View word page
ἀκολασταίνω
ἀκολασταίνωvbfut.
ἀκολαστανῶ
behave without moral restraintbe irresponsible, intemperatedissoluteAr. Pl. Arist. Plu.

ShortDef

to be licentious, intemperate

Debugging

Headword:
ἀκολασταίνω
Headword (normalized):
ἀκολασταίνω
Headword (normalized/stripped):
ακολασταινω
IDX:
3077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3078
Key:
ἀκολασταίνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀκολασταίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀκολασταίνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>ἀκολαστανῶ</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>behave without moral restraint</Def><Tr>be irresponsible, intemperate<or/>dissolute</Tr><Au>Ar. Pl. Arist. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀκολασταίνω'}