Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παντοπώλιον
πάντοσε
παντόσεμνος
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφόρος
παντόφυρτος
παντόφωνος
πάντρομος
πάντροπος
πάντως
πάνυ
πανυπέρτατος
πανύστατος
πανῳδός
πανωλεθρίᾱ
πανώλεθρος
πανώλης
πάνωρος
πάξ
View word page
πάν-τροπος
πάν-τροποςονadjτροπή of flightinvolving utter routA.

ShortDef

all-routed, tumultuous

Debugging

Headword:
πάντροπος
Headword (normalized):
πάντροπος
Headword (normalized/stripped):
παντροπος
IDX:
30754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30755
Key:
πάντροπος

Data

{'headword_display': '<b>πάν-τροπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πάν-τροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τροπή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of flight</Indic><Tr>involving utter rout</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πάντροπος'}