Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παντοπωλέω
παντοπώλιον
πάντοσε
παντόσεμνος
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφόρος
παντόφυρτος
παντόφωνος
πάντρομος
πάντροπος
πάντως
πάνυ
πανυπέρτατος
πανύστατος
πανῳδός
πανωλεθρίᾱ
πανώλεθρος
πανώλης
πάνωρος
View word page
πάν-τρομος
πάν-τρομοςονadjτρόμος of a dovetrembling, timorousA.

ShortDef

all-trembling

Debugging

Headword:
πάντρομος
Headword (normalized):
πάντρομος
Headword (normalized/stripped):
παντρομος
IDX:
30753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30754
Key:
πάντρομος

Data

{'headword_display': '<b>πάν-τρομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πάν-τρομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρόμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dove</Indic><Tr>trembling, timorous</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πάντρομος'}