Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παντοπόρος
παντόπτης
παντοπωλέω
παντοπώλιον
πάντοσε
παντόσεμνος
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφόρος
παντόφυρτος
παντόφωνος
πάντρομος
πάντροπος
πάντως
πάνυ
πανυπέρτατος
πανύστατος
πανῳδός
πανωλεθρίᾱ
πανώλεθρος
View word page
παντό-φυρτος
παντό-φυρτοςονadjφῡ́ρω of goodsall jumbled togetherA.

ShortDef

mixed all together

Debugging

Headword:
παντόφυρτος
Headword (normalized):
παντόφυρτος
Headword (normalized/stripped):
παντοφυρτος
IDX:
30751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30752
Key:
παντόφυρτος

Data

{'headword_display': '<b>παντό-φυρτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παντό-φυρτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φῡ́ρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of goods</Indic><Tr>all jumbled together</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παντόφυρτος'}