Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάντολμος
παντομῑσής
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπωλέω
παντοπώλιον
πάντοσε
παντόσεμνος
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφόρος
παντόφυρτος
παντόφωνος
πάντρομος
πάντροπος
πάντως
πάνυ
πανυπέρτατος
πανύστατος
πανῳδός
View word page
παντουργός
παντουργόςόνadjἔργον of a personready to do anythingvillainousS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντουργός
Headword (normalized):
παντουργός
Headword (normalized/stripped):
παντουργος
IDX:
30749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30750
Key:
παντουργός

Data

{'headword_display': '<b>παντουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παντουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>ready to do anything</Def><Tr>villainous</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παντουργός'}