Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
πάντολμος
παντομῑσής
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπωλέω
παντοπώλιον
πάντοσε
παντόσεμνος
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφόρος
παντόφυρτος
παντόφωνος
πάντρομος
πάντροπος
πάντως
πάνυ
View word page
παντό-σεμνος
παντό-σεμνοςονadjσεμνός of a rulerabsolute in majestyA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντόσεμνος
Headword (normalized):
παντόσεμνος
Headword (normalized/stripped):
παντοσεμνος
IDX:
30746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30747
Key:
παντόσεμνος

Data

{'headword_display': '<b>παντό-σεμνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παντό-σεμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σεμνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ruler</Indic><Tr>absolute in majesty</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παντόσεμνος'}