Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάντῑμος
παντλήμων
παντοδαπός
πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
πάντολμος
παντομῑσής
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπωλέω
παντοπώλιον
πάντοσε
παντόσεμνος
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφόρος
παντόφυρτος
παντόφωνος
πάντρομος
View word page
παντοπωλέω
παντοπωλέωcontr.vb be a seller of everythingrun a general storeMen.

ShortDef

to be a general dealer, huckster

Debugging

Headword:
παντοπωλέω
Headword (normalized):
παντοπωλέω
Headword (normalized/stripped):
παντοπωλεω
IDX:
30743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30744
Key:
παντοπωλέω

Data

{'headword_display': '<b>παντοπωλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παντοπωλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be a seller of everything</Def><Tr>run a general store</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παντοπωλέω'}