Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάντεχνος
πάντῃ
πάντῑμος
παντλήμων
παντοδαπός
πάντοθεν
πάντοθι
παντοῖος
πάντολμος
παντομῑσής
παντοπόρος
παντόπτης
παντοπωλέω
παντοπώλιον
πάντοσε
παντόσεμνος
πάντοτε
παντότολμος
παντουργός
παντοφόρος
παντόφυρτος
View word page
παντο-πόρος
παντο-πόροςονadj of a personall-resourcefulS.

ShortDef

all-inventive

Debugging

Headword:
παντοπόρος
Headword (normalized):
παντοπόρος
Headword (normalized/stripped):
παντοπορος
IDX:
30741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30742
Key:
παντοπόρος

Data

{'headword_display': '<b>παντο-πόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παντο-πόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>all-resourceful</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παντοπόρος'}