Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάνσμῑκρος
πάνσοφος
πανσπερμεί
πανσπερμίᾱ
πανστρατιᾱ́
πανσυδῑ́
πανσυδίᾳ
πάνσυρτος
πάντᾱ
παντάλᾱς
παντανάμικτος
παντάπᾱσι(ν)
πανταρκής
παντάρχᾱς
πάνταρχος
πανταχῇ
πανταχόθεν
πανταχοῖ
πανταχόσε
πανταχοῦ
πανταχῶς
View word page
παντ-ανάμικτος
παντ-ανάμικτοςονadjἀναμείγνῡμι of a food dishof all things mixed up togetherPhilox.Leuc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντανάμικτος
Headword (normalized):
παντανάμικτος
Headword (normalized/stripped):
πανταναμικτος
IDX:
30716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30717
Key:
παντανάμικτος

Data

{'headword_display': '<b>παντ-ανάμικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παντ-ανάμικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀναμείγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a food dish</Indic><Tr>of all things mixed up together</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παντανάμικτος'}