Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πανόπτης
πάνορμος
πᾱνός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργίᾱ
πανοῦργος
πανόψιος
πανσαγίᾱ
πανσέληνος
πάνσμῑκρος
πάνσοφος
πανσπερμεί
πανσπερμίᾱ
πανστρατιᾱ́
πανσυδῑ́
πανσυδίᾳ
πάνσυρτος
πάντᾱ
παντάλᾱς
παντανάμικτος
View word page
πάν-σμῑκρος
πάν-σμῑκροςονadjσμῑκρός of a quantityvery smallPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πάνσμῑκρος
Headword (normalized):
πάνσμῑκρος
Headword (normalized/stripped):
πανσμικρος
IDX:
30706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30707
Key:
πάνσμῑκρος

Data

{'headword_display': '<b>πάν-σμῑκρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πάν-σμῑκρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σμῑκρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a quantity</Indic><Tr>very small</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πάνσμῑκρος'}