Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πανόλβιος
πανομῑλεί
πανομφαῖος
πανοπλίᾱ
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνορμος
πᾱνός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργίᾱ
πανοῦργος
πανόψιος
πανσαγίᾱ
πανσέληνος
πάνσμῑκρος
πάνσοφος
πανσπερμεί
πανσπερμίᾱ
πανστρατιᾱ́
View word page
πανούργημα
πανούργημαατοςn criminal act, evil crimeS.

ShortDef

a knavish trick, villany

Debugging

Headword:
πανούργημα
Headword (normalized):
πανούργημα
Headword (normalized/stripped):
πανουργημα
IDX:
30700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30701
Key:
πανούργημα

Data

{'headword_display': '<b>πανούργημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πανούργημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>criminal act, evil crime</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πανούργημα'}