Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παννυχίς
πάννυχος
πάνοιζυς
πανοικεσίᾳ
πανοίμοι
πανόλβιος
πανομῑλεί
πανομφαῖος
πανοπλίᾱ
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνορμος
πᾱνός
πανουργέω
πανούργημα
πανουργίᾱ
πανοῦργος
πανόψιος
πανσαγίᾱ
πανσέληνος
View word page
παν-οπλότατος
παν-οπλότατοςη ονsuperl.adj of a daughtervery youngestAR.

ShortDef

the very youngest

Debugging

Headword:
πανοπλότατος
Headword (normalized):
πανοπλότατος
Headword (normalized/stripped):
πανοπλοτατος
IDX:
30695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30696
Key:
πανοπλότατος

Data

{'headword_display': '<b>παν-οπλότατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παν-οπλότατος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>superl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a daughter</Indic><Tr>very youngest</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πανοπλότατος'}