Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἄκμᾱτος
ἀκμή
ἀκμηνός
ἄκμηνος
ἀκμής
ἄκμητος
ἀκμόθετον
ἄκμων
ἄκναμπτος
ἄκνηστις
ἀκοή
ἀκοίμητος
ἀκοινωνησίᾱ
ἀκοινώνητος
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασίᾱ
View word page
ἄκναμπτος
ἄκναμπτοςadjἀκναμπτείadvseeἄγναμπτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκναμπτος
Headword (normalized):
ἄκναμπτος
Headword (normalized/stripped):
ακναμπτος
IDX:
3066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3067
Key:
ἄκναμπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄκναμπτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄκναμπτος</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>ἀκναμπτεί</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see<Ref>ἄγναμπτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄκναμπτος'}