Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πανεργέτᾱς
πανέστιος
πανέσχατος
πάνετες
πανευέφοδος
πανεύκηλος
πάνεφθος
πανηγυρίζω
πανηγυρικός
πανήγυρις
πανηγυρισμός
πανῆμαρ
πανημέριος
πανήμερος
πανθαλής
πανθᾱλής
πάνθηρ
πανθῡμαδόν
πάνθυτος
πᾱνίκα
πᾱνικός
View word page
πανηγυρισμός
πανηγυρισμόςοῦm sts. pejor.festive behaviour, revelryPlu.

ShortDef

celebration of a πανήγυρις

Debugging

Headword:
πανηγυρισμός
Headword (normalized):
πανηγυρισμός
Headword (normalized/stripped):
πανηγυρισμος
IDX:
30667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30668
Key:
πανηγυρισμός

Data

{'headword_display': '<b>πανηγυρισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πανηγυρισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>sts. pejor.</Indic><Tr>festive behaviour, revelry</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πανηγυρισμός'}