Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παναώριος
πανδαίδαλος
πανδαισίᾱ
πανδακέτης
πανδάκρῡτος
πανδαμάτωρ
πανδᾱμεί
πανδείματος
πάνδεινος
πανδερκέτᾱς
πανδερκής
πανδεχής
πανδημεί
πανδημίᾱ
πανδήμιος
πάνδημος
πάνδικος
Πανδῑονίς
πανδοκείᾱ
πανδοκεῖον
πανδοκεύς
View word page
παν-δερκής
παν-δερκήςέςadjof a mark of honourseen by allB.

ShortDef

all-seeing

Debugging

Headword:
πανδερκής
Headword (normalized):
πανδερκής
Headword (normalized/stripped):
πανδερκης
IDX:
30631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30632
Key:
πανδερκής

Data

{'headword_display': '<b>παν-δερκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παν-δερκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a mark of honour</Indic><Tr>seen by all</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πανδερκής'}