Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παναφῆλιξ
πανάφυλλος
Παναχαιοί
παναώριος
πανδαίδαλος
πανδαισίᾱ
πανδακέτης
πανδάκρῡτος
πανδαμάτωρ
πανδᾱμεί
πανδείματος
πάνδεινος
πανδερκέτᾱς
πανδερκής
πανδεχής
πανδημεί
πανδημίᾱ
πανδήμιος
πάνδημος
πάνδικος
Πανδῑονίς
View word page
παν-δείματος
παν-δείματοςονadjδεῖμα of deitiesinspiring utter fearLyr.adesp.

ShortDef

in complete panic

Debugging

Headword:
πανδείματος
Headword (normalized):
πανδείματος
Headword (normalized/stripped):
πανδειματος
IDX:
30628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30629
Key:
πανδείματος

Data

{'headword_display': '<b>παν-δείματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παν-δείματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δεῖμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of deities</Indic><Tr>inspiring utter fear</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πανδείματος'}