Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πᾱνάπαλος
παναπευθής
παναπήμων
παναπηρής
πανάποτμος
πανάργυρος
πανάριστος
παναρκής
παναρμόνιος
πάναρχος
πανατρεκές
παναφῆλιξ
πανάφυλλος
Παναχαιοί
παναώριος
πανδαίδαλος
πανδαισίᾱ
πανδακέτης
πανδάκρῡτος
πανδαμάτωρ
πανδᾱμεί
View word page
πανατρεκές
πανατρεκέςneut.advἀτρεκής very trulypreciselyAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πανατρεκές
Headword (normalized):
πανατρεκές
Headword (normalized/stripped):
πανατρεκες
IDX:
30617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30618
Key:
πανατρεκές

Data

{'headword_display': '<b>πανατρεκές</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πανατρεκές</HL><PS>neut.adv</PS><Ety><Ref>ἀτρεκής</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>very truly<or/>precisely</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πανατρεκές'}