Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παναλουργής
πανάλωτος
πανᾱμερεύω
πανᾱμέριος
πανάμωμος
πᾱνάπαλος
παναπευθής
παναπήμων
παναπηρής
πανάποτμος
πανάργυρος
πανάριστος
παναρκής
παναρμόνιος
πάναρχος
πανατρεκές
παναφῆλιξ
πανάφυλλος
Παναχαιοί
παναώριος
πανδαίδαλος
View word page
παν-άργυρος
παν-άργυροςονadjof a bowlall-silverOd.

ShortDef

all-silver

Debugging

Headword:
πανάργυρος
Headword (normalized):
πανάργυρος
Headword (normalized/stripped):
παναργυρος
IDX:
30612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30613
Key:
πανάργυρος

Data

{'headword_display': '<b>παν-άργυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παν-άργυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a bowl</Indic><Tr>all-silver</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πανάργυρος'}